κλειστοφοβικός, -ή, -ό
Ερμηνεία:
Αυτός που κατακλύζεται από άγχος και πανικό όταν βρεθεί σε χώρους που δεν έχουν διέξοδο, π.χ. καμπίνα υποβρυχίου, αεροπλάνου, ανελκυστήρα, μαγνητικό τομογράφο παλιάς τεχνολογίας, κλπ. claustrophobic [κλαουστραφόbικ]
Ετυμολογία:
[κλειστός + φοβία]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Neurolinguistic programming used to reduce the need for anaesthesia in claustrophobic patients undergoing MRI. J Bigley, P D Griffiths, A Prydderch, C A J Romanowski, L Miles, H Lidiard, N Hoggard. Br J Radiol. 2010 February; 83(986): 113–117.
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ψυχιατρική:
|